rally
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
rally | rallies |
rally (en)
- πολιτική συγκέντρωση, διαδήλωση ή πορεία
- ράλι, αγώνας ταχύτητας αυτοκινήτων
- ανάκαμψη τιμών (πχ στο χρηματιστήριο)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | rally |
γ΄ ενικό ενεστώτα | rallies |
αόριστος | rallied |
παθητική μετοχή | rallied |
ενεργητική μετοχή | rallying |
rally (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ανασυντάσσω, συσπειρώνω, έρχομαι ή συγκεντρώνω ανθρώπους για να βοηθήσουμε ή να στηρίξουμε κάποιον ή κάτι
- ↪ The general rallied his men.
- Ο στρατηγός ανασύνταξε τους άνδρες του.
- ↪ They rallied to defend their common interests.
- Συσπειρώθηκαν για να υπερασπιστούν τα κοινά τους συμφέροντα.
- ↪ The general rallied his men.
- (αμετάβατο) ανακάμπτω μετά από ασθένεια
- (αμετάβατο, οικονομία) αναζωογονώ, παίρνω τα πάνω μου, αυξάνεται σε αξία μετά την πτώση της αξίας, ειδικά για τιμές στο χρηματιστήριο
- ↪ The market/the economy rallied.
- H αγορά/η οικονομία αναζωογονήθηκε.
- ↪ The market/the economy is rallying.
- Η αγορά/η οικονομία πήρε τα πάνω της.
- ↪ The market/the economy rallied.
Πηγές
[επεξεργασία]- rally (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- rally (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 46, 315. ISBN 9780194325684.Oxford University Press]]&rft.isbn=9780194325684&rfr_id=info:sid/el.wiktionary.org:rally"> , λήμμα: αναζωογονώ, (ε)πάνω