raising
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]raising (en)
- κουλτούρα, ανατροφή
- συγκέντρωση χρημάτων (συνήθως με εράνους)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]raising (en)