raise

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɹeɪz/
ομόηχα:  rase, raze και rays

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
raise raises

raise (en)

ενεστώτας raise
γ΄ ενικό ενεστώτα raises
αόριστος raised
παθητική μετοχή raised
ενεργητική μετοχή raising

raise (en)

  1. σηκώνω, υψώνω, ανεβάζω, μετακινώ κάτι σε υψηλότερο επίπεδο
    ⮡  The teacher asked the students to raise their hand and not shout out the answer.
    Ο δάσκαλος ζήτησε, από τους μαθητές, να σηκώνουν το χέρι τους και όχι να «πετάγονται» (να φωνάζουν την απάντηση).
    ⮡  I raise my glass to the newlyweds!
    Υψώνω το ποτήρι μου εις υγείαν των νεονύμφων!
    ⮡  They raised it up inside a basket.
    Το ανέβασαν μέσα σ' ένα καλάθι.
  2. σηκώνω, μετακινώ κάποιον/κάτι/τον εαυτό μου σε όρθια ή κάθετη θέση
    ⮡  We raised him off of the ground.
    Τον σηκώσαμε από το έδαφος.
  3. αυξάνω, υψώνω, ανεβάζω, δυναμώνω, την ποσότητα ή το επίπεδο κάτι
    ⮡  Should the government raise taxes?
    Η κυβέρνηση πρέπει να αυξήσει τους φόρους;
    ⮡  He raised his voice.
    Ύψωσε τον τόνο της φωνής του.
    ⮡  They raised the price.
    Ύψωσαν/Ανέβασαν την τιμή.
    ⮡  Raise the volume of the radio a bit.
    Ανέβασε λίγο την ένταση του ραδιοφώνου.
    ⮡  I’m raising my voice.
    Δυναμώνω τη φωνή μου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη increase
  4. συγκεντρώνω, μαζεύω χρήματα ή ανθρώπους μαζί
    ⮡  My aunt is raising money to help poor people.
    Η θεία μου συγκεντρώνει χρήματα για να βοηθήσει φτωχούς ανθρώπους.
    ⮡  They are raising an army.
    Μαζεύουν στρατό.
  5. προβάλλω, εγείρω κάτι, αναφέρω κάτι για να συζητήσουν οι άνθρωποι ή για να ασχοληθεί κάποιος
    ⮡  They raised objections.
    Προέβαλλαν αντιρρήσεις.
    ⮡  She raised demands.
    Ήγειρε απαιτήσεις.
  6. προκαλώ συναίσθημα ή αντίδραση
    ⮡  He raised a commotion.
    Προκάλεσε αναταραχή.
  7. (ειδικά αμερικανικά αγγλικά) ανατρέφω, μεγαλώνω, ανασταίνω, φροντίζω ένα παιδί μέχρι να μπορέσει να φροντίσει τον εαυτό του· τρέφω, εκτρέφω, φροντίζω ένα νεαρό ζώο μέχρι να μπορέσει να φροντίσει τον εαυτό του
    ⮡  I am raising my family.
    Ανατρέφω την οικογένεια μου.
    ⮡  well-raised children - καλόαναθρεμμένα παιδιά
    ⮡  My parents raised me in the countryside until I was 18.
    Με μεγάλωσαν οι παππούδες μου στην ύπαιθρο έως ότου ήμουν 18 (χρονών).
    ⮡  I was raised by my grandmother.
    Με ανάστησε η γιαγιά μου.
    ⮡  They raised sheep.
    Έθρεψαν πρόβατα.
    ⮡  He raises chickens on his farm.
    Εκτρέφει κοτόπουλα στη φάρμα του.
     συνώνυμα: bring up
  8. (μαθηματικά) υψώνω έναν αριθμό σε μία δύναμη
    ⮡  I raise a number to the third power.
    Υψώνω έναν αριθμό στην τρίτη δύναμη.