raft

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

raft (en)

  1. ξύλινη σχεδία
  2. φουσκωτό σκάφος με επίπεδη βάση
  3. πλήθος, σωρός από πράγματα ή αντικείμενα

raft (en)

  1. μεταφέρω κάτι με σχεδία
  2. μετακινούμαι, διασχίζω ή κατέρχομαι (ποτάμι κ.λπ.) με σχεδία
  3. κατασκευάζω σχεδία από κορμούς δέντρων ή ξύλα

Συγγενικά

[επεξεργασία]