racial
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | racial |
συγκριτικός | more racial |
υπερθετικός | most racial |
Επίθετο
[επεξεργασία]racial (en)
- φυλετικός
- ⮡ racial prejudices - φυλετικές προκαταλήψεις
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | racial | raciaux |
θηλυκό | raciale | raciales |
Επίθετο
[επεξεργασία]racial (fr)