pump
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
pump | pumps |
pump (en)
Παράγωγα
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]pump (en)
Ουαλικά (cy)
[επεξεργασία]Αριθμητικό
[επεξεργασία]pump (cy)