pulley
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
pulley | pulleys |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- pulley < (κληρονομημένο) μέση αγγλική pulley < παλαιά γαλλική polie
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pulley (en)
- η τροχαλία
- fixed pulley: σταθερή (πάγια) τροχαλία
- movable pulley: ελεύθερη (κινητή) τροχαλία