pulley

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
pulley pulleys

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
pulley < (κληρονομημένο) μέση αγγλική pulley < παλαιά γαλλική polie

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pulley (en)

fixed pulley: σταθερή (πάγια) τροχαλία
movable pulley: ελεύθερη (κινητή) τροχαλία

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]