protein

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
protein proteins

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

protein (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • protein στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

protein (tr)