project

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά 1

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈpɹɒdʒɛkt/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
project projects

project (en)

  1. το έργο, κάποια προγραμματισμένη εργασία που έχει σχεδιαστεί για να βρει πληροφορίες για κάτι, να παράγει κάτι νέο ή να βελτιώσει κάτι
    ⮡  the last phase of a project - η τελευταία φάση ενός έργου
    ⮡  This project will help the development of the area.
    Το έργο αυτό θα βοηθήσει στην ανάπτυξη της περιοχής.
  2. το εγχείρημα
  3. (βάσεις δεδομένων), (στο σχεσιακό μοντέλο) προβολή, τελεστής της σχεσιακής άλγεβρας [1]
    συγγενικά: select, rename operator

Προφορά 2

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pɹəˈdʒɛkt/
 
ενεστώτας project
γ΄ ενικό ενεστώτα projects
αόριστος projected
παθητική μετοχή projected
ενεργητική μετοχή projecting

project (en)

  1. προβάλλω
  2. (αμετάβατο) προεξέχω
    ⮡  The balcony projected out over the street.
    Το μπαλκόνι προεξείχε πάνω από το δρόμο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη protrude

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Ευαγγελία Πιτουρά, «Το Σχεσιακό Μοντέλο και η Σχεσιακή Άλγεβρα», σελ. 60, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Προσπέλαση 2020-02-04