professor

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Professor

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

professor (en)

  1. καθηγητής
  2. δάσκαλος

κατάλληλες προθέσεις

[επεξεργασία]
  • professor at όνομα πανεπιστημίου: καθηγητής στο [πανεπιστήμιο]
  • professor of όνομα επιστήμης

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
professor < profiteor < pro fateor

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

professor αρσενικό

  1. διδάσκαλος
  2. καθηγητής
  3. εκπαιδευτικός

Συνώνυμα

[επεξεργασία]
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική professor professorēs
γενική professoris professorum
δοτική professorī professoribus
αιτιατική professorem professorēs
κλητική professor professorēs
αφαιρετική professore professoribus
(γ' κλίση)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
αρσενικό professor professores
θηλυκό professora professoras

professor (pt)

  1. καθηγητής