prodige

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
prodige prodiges

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

prodige (fr) αρσενικό

  1. το θαύμα, κάτι το εξαιρετικό, το απίστευτο
  2. (για ανθρώπους) εξαιρετικός, με εκπληκτικές ικανότητες

Συγγενικά

[επεξεργασία]