proche

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
proche proches

proche (fr)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
proche proches

proche (fr) αρσενικό ή θηλυκό