procent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]procent (pl) αρσενικό
- το ποσοστό
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- na sto procent (εκατό τοις εκατό)