probable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός probable
συγκριτικός more probable
υπερθετικός most probable

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈprɒb.ə.bəl/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /ˈprɑː.bə.bəl/ (ΗΠΑ)
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: prob‐a‐ble

Επίθετο

[επεξεργασία]

probable (en)

  1. ο πιθανός
  2. που είναι πιθανόν να συμβεί
  3. (παρωχημένο) που είναι ικανός να αποδειχθεί

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
probable probables

probable (en)

  1. κάτι που είναι πιθανό
  2. (για άτομα) που είναι πιθανόν να εμφανιστεί κάπου ή να κάνει κάτι συγκεκριμένο



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
probable probables

probable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
probable < probabl- -e

Επίρρημα

[επεξεργασία]

probable (eo)