precious

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
precious < (κληρονομημένο) μέση αγγλική precious < παλαιά γαλλική precios < λατινική pretiosus < pretium

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈpɹɛʃəs/ (βρετανικό)
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός precious
συγκριτικός more precious
υπερθετικός most precious

precious (en)

  1. πολύτιμος
    ⮡  Gold is a precious metal. - Ο χρυσός είναι πολύτιμο μέταλλο.
  2. ακριβός (ως έκφραση αγάπης και τρυφερότητας)