pratique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- pratique < λατινική practice < αρχαία ελληνική πρακτικός
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
pratique | pratiques |
pratique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- pratique < δημώδης λατινική practicus
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
pratique | pratiques |
pratique (fr) αρσενικό