prêcheur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
prêcheur prêcheurs

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

prêcheur (fr) αρσενικό