précaution

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
précaution précautions

précaution (fr) θηλυκό

  1. η προφύλαξη
  2. το προφυλακτικό μέτρο

Συγγενικά

[επεξεργασία]