poor
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | poor |
συγκριτικός | poorer |
υπερθετικός | poorest |
poor (en)
- φτωχός, που έχει πολύ λίγα χρήματα
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) καημένος, άμοιρος, για να εκφράσουμε τη συμπάθειά μας
- ⮡ Why lock up the poor little birds inside cages!
- Γιατί να φυλακίζουν τα καημένα τα πουλάκια μέσα στα κλουβιά!
- ⮡ Poor child!
- Άμοιρος παιδί!
- ⮡ Why lock up the poor little birds inside cages!
- φτωχός, κακός, που υστερεί, που μειονεκτεί σε κάτι
- ⮡ foods poor in vitamins - τροφές φτωχές σε βιταμίνες
- ⮡ poor results - φτωχά αποτελέσματα
- ⮡ My knowledge is poor.
- Οι γνώσεις μου είναι φτωχές.
- ⮡ Their vocabulary is poor.
- Το λεξιλόγιό τους είναι φτωχό.
- ⮡ I have poor vision.
- Έχω κακή όραση.
- ⮡ The construction of the house is very poor.
- Η κατασκευή του σπιτιού είναι πολύ κακό.
- ⮡ This year’s harvest was poor.
- Η φετινή σοδειά ήταν κακή.
- ≈ συνώνυμα: bad
- κακός, για άνθρωπο που δεν είναι καλός σε κάτι
- ⮡ He is a poor worker.
- Είναι κακός εργάτης.
- ⮡ She’s a poor driver.
- Είναι κακή οδηγός.
- ⮡ He is poor at math.
- Είναι κακός στα μαθηματικά.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη unsuitable
- ⮡ He is a poor worker.
- φτωχός, που έχει πολύ μικρές ποσότητες από κάτι
- ⮡ a country poor in minerals/natural resources - χώρα φτωχή σε ορυκτά/σε φυσικούς πόρους
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]poor (en) (μόνο πληθυντικός)
- οι φτωχοί, οι άνθρωποι που έχουν πολύ λίγα χρήματα ή περιουσία