polo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]polo (fr) αρσενικό
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | polo | poloj |
αιτιατική | polon | polojn |
polo (eo)
Ισπανικά (es)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
polo | polos |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]polo (es) αρσενικό
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
polo | poli |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]polo (it) αρσενικό
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
polo | polos |
polo (pt) αρσενικό
Συγχώνευση
[επεξεργασία]polo (pt)
- (παρωχημένο) από τον, από το
Κατηγορίες:
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Αθλητισμός (γαλλικά)
- Ενδυμασία (γαλλικά)
- Γλώσσα εσπεράντο
- Ουσιαστικά (εσπεράντο)
- Αντίστροφο λεξικό (εσπεράντο)
- Γεωγραφία (εσπεράντο)
- Ισπανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ισπανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ισπανικά)
- Γεωγραφία (ισπανικά)
- Ιταλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ιταλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ιταλικά)
- Γεωγραφία (ιταλικά)
- Πορτογαλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (πορτογαλικά)
- Γεωγραφία (πορτογαλικά)
- Συγχωνεύσεις (πορτογαλικά)