polluter
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
polluter | polluters |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pəˈluː.tər/ (βρετανικό)
- ΔΦΑ : /pəˈluː.t̬ɚ/ (ΗΠΑ)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]polluter (en)
- που ρυπαίνει, ο ρυπαίνων
- ⮡ The polluters were identified and asked to pay for the cleaning up of the lake.
- Οι ρυπαίνοντες εντοπίστηκαν και τους ζητήθηκε να πληρώσουν για τον καθαρισμό της λίμνης.
- ⮡ The polluters were identified and asked to pay for the cleaning up of the lake.
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- polluter - Cambridge Dictionary online