pneumologie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
pneumologie | pneumologies |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pneumologie (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
pneumologie | pneumologies |
pneumologie (fr) θηλυκό