pitié

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pitié pitiés

pitié (fr) θηλυκό

  1. ο οίκτος
  2. το έλεος

Συγγενικά

[επεξεργασία]