pit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
pit | pits |
pit (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | pit |
γ΄ ενικό ενεστώτα | pits |
αόριστος | pitted |
παθητική μετοχή | pitted |
ενεργητική μετοχή | pitting |
pit (en)
- γεμίζω με βαθουλώματα
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Καταλανικά (ca)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pit (ca) αρσενικό