pile
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pile (en)
- το βέλος, το βελάκι, η αιχμή
- ο πάσσαλος
- σωρός (στοίβα ή "βουναλάκι")
- a pile of stones - ένας σωρός από πέτρες
Ρήμα
[επεξεργασία]pile (en)
- σχηματίζω ένα σωρό
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
pile | piles |
pile (fr) θηλυκό
- ο σωρός, το πάκο, η στοίβα, η ντάνα
- ≈ συνώνυμα: empilement, tas
- η μπαταρία
- το μέρος ενός νομίσματος που φέρει ανάγλυφη μια αναγραφή (π.χ. την αξία του νομίσματος)
Επίρρημα
[επεξεργασία]pile (fr)