pierce

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας pierce
γ΄ ενικό ενεστώτα pierces
αόριστος pierced
παθητική μετοχή pierced
ενεργητική μετοχή piercing

pierce (en)