pied
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
pied | pieds |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pied (fr) αρσενικό
- (ανθρώπινο σώμα) το πόδι
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- à pied: με τα πόδια
- avoir les pieds nickelés]: είμαι τελείως χαζός
- coup de pied: κλοτσιά
- de plein pied: στο ισόγειο
- être bête comme ses pieds: είμαι τελείως χαζός
- faire quelque chose comme un pied: κάνω κάτι τελείως στραβά, πολύ άσχημα