pièce

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pièce pièces

pièce (fr) θηλυκό

  1. το κομμάτι
    il a partagé sa fortune en cinq pièces - χώρισε την περιουσία του σε πέντε κομμάτια
  2. το δωμάτιο, ο χώρος (ενός διαμερίσματος), ο οντάς
    il habite un trois pièces en plein centre ville - κατοικεί σε ένα διαμέρισμα τριών δωματίων στο κέντρο της πόλης
  3. το κέρμα
    est-ce que tu as une pièce pour le caddie ? - μήπως έχεις κανένα κέρμα για το καρότσι;
  4. το εξάρτημα
    une pièce standard- τυποποιημένο εξάρτημα