pièce
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
pièce | pièces |
pièce (fr) θηλυκό
- το κομμάτι
- il a partagé sa fortune en cinq pièces - χώρισε την περιουσία του σε πέντε κομμάτια
- το δωμάτιο, ο χώρος (ενός διαμερίσματος), ο οντάς
- il habite un trois pièces en plein centre ville - κατοικεί σε ένα διαμέρισμα τριών δωματίων στο κέντρο της πόλης
- το κέρμα
- est-ce que tu as une pièce pour le caddie ? - μήπως έχεις κανένα κέρμα για το καρότσι;
- το εξάρτημα
- une pièce standard- τυποποιημένο εξάρτημα