phased

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

phased (en) (χωρίς παραθετικά)

  • σταδιακός
    ⮡  a well-phased withdrawl - μια καλοσχεδιασμένη σταδιακή υποχώρηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

phased (en)

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 811. ISBN 9780194325684.Oxford University Press]]&rft.isbn=9780194325684&rfr_id=info:sid/el.wiktionary.org:phased"> , λήμμα: σταδιακός