phablet
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
phablet | phablets |
phablet (en)
- (νεολογισμός, τηλεπικοινωνίες) κινητή συσκευή που το μέγεθός της είναι μεγαλύτερο από ένα κοινό έξυπνο κινητό τηλέφωνο και μικρότερο από μία ταμπλέτα (tablet)
Υπερώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- phablet στην αγγλική Βικιπαίδεια