pessimiste

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
pessimiste < λατινική pessimus, υπερθετικός βαθμός του malus (κακός) > pessimisme

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pessimiste pessimistes

pessimiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  • απαισιόδοξος
    son parti rassemble les pessimistes de tout bord - το κόμμα του συγκεντρώνει τους απαισιόδοξους κάθε πολιτικής πλευράς

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pessimiste pessimistes

pessimiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  • απαισιόδοξος
    les pronostics sont pessimistes - οι προβλέψεις είναι απαισιόδοξες

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]