person
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
person | persons / people |
ανώμαλα ουσιαστικά (αγγλικά) | |
persons είναι (επίσημο) |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]person (en)
- το πρόσωπο, το άτομο, ένας άνθρωπος ως άτομο
- ⮡ Who is that person?
- Ποιος είν' αυτό το πρόσωπο;
- ⮡ Do you remember the person we met in…
- Θυμάσαι το πρόσωπο που συναντήσαμε…
- ⮡ He is a good person.
- Είναι καλό άτομο.
- ⮡ How many people will be at the table?
- Πόσα άτομα θα είναι στο τραπέζι;
- ⮡ five euros per person - πέντε ευρώ το άτομο/κατά άτομο
- ⮡ He’s a good person.
- Είναι καλός άνθρωπος.
- ⮡ Who is that person?
- (γραμματική) το πρόσωπο
- ⮡ in the third person singular - στο τρίτο πρόσωπο ενικού
Πηγές
[επεξεργασία]- person - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 140, 752-753. ISBN 9780194325684.Oxford University Press]]&rft.isbn=9780194325684&rfr_id=info:sid/el.wiktionary.org:person"> , λήμμα: άτομο, πρόσωπο
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]person (eo)