persist
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | persist |
γ΄ ενικό ενεστώτα | persists |
αόριστος | persisted |
παθητική μετοχή | persisted |
ενεργητική μετοχή | persisting |
Ρήμα
[επεξεργασία]persist (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) επιμένω σε μια προσπάθεια ή μια ερώτηση που υποβάλλω
- (αμετάβατο) διαρκώ, επιμένω, επιβιώνω, συνεχίζω να υπάρχω
- ⮡ How long will the beautiful weather persist?
- Πόσο θα διαρκέσει αυτός ο ωραίος καιρός;
- ⮡ Fears of recession persist, despite the measures taken by the government.
- Οι φόβοι για μια οικονομική ύφεση επιμένουν, παρά τα μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση.
- ⮡ Some aspects of feudalism persisted into the 19th century
- Κάποια στοιχεία της φεουδαρχίας επιβίωναν και τον 19ο αιώνα.
- ≈ συνώνυμα: endure, go on, last, persevere και remain
- ⮡ How long will the beautiful weather persist?
- (πληροφορική) σώζω δεδομένα, αποθηκεύω δεδομένα, διατηρώ δεδομένα σε μόνιμη μνήμη (πχ. σκληρό δίσκο)