persevere
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | persevere |
γ΄ ενικό ενεστώτα | perseveres |
αόριστος | persevered |
παθητική μετοχή | persevered |
ενεργητική μετοχή | persevering |
Ρήμα
[επεξεργασία]persevere (en)
- επιμένω και συνεχίζω μια προσπάθεια παρά τις αντιξοότητες, συνεχίζω να αγωνίζομαι, δεν τα βάζω κάτω, εμμένω στην αγωνιστικότητα
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- continue
- carry on
- keep on
- keep up
- keep going
- hold on
- hold out
- plug away
- stick it out
- → και δείτε τη λέξη persist