persevere

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας persevere
γ΄ ενικό ενεστώτα perseveres
αόριστος persevered
παθητική μετοχή persevered
ενεργητική μετοχή persevering

persevere (en)

  • επιμένω και συνεχίζω μια προσπάθεια παρά τις αντιξοότητες, συνεχίζω να αγωνίζομαι, δεν τα βάζω κάτω, εμμένω στην αγωνιστικότητα

Συνώνυμα

[επεξεργασία]