perfectionniste
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- perfectionniste < perfection
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
perfectionniste | perfectionnistes |
perfectionniste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
perfectionniste | perfectionnistes |
perfectionniste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη perfection