perfection
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- perfection < παλαιά γαλλική perfection < λατινική perfectio
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]perfection (en)
- η τελειότητα
- to perfection: τέλεια (επίρρημα)
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]perfection (fr) θηλυκό
- η τελειότητα, η εντέλεια