people

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
people peoples

people (en)

  1. (μόνο πληθυντικός) οι άνθρωποι, ο κόσμος
    Some people believe that…
    Μερικοί άνθρωποι πιστεύουν ότι…
    How many people came?
    Πόσοι άνθρωποι ήρθαν;
    I hear people next door.
    Ακούω κόσμο πλάι.
  2. (μόνο πληθυντικός) ο κόσμος, όλοι γενικά
    What will the people say?
    Τι θα πει ο κόσμος;
    All people know that.
    Όλος ο κόσμος το ξέρει.
    Don’t attach importance to what people say.
    Μη δίνεις σημασία τι λέει ο κόσμος.
  3. (μετρήσιμο) ο λαός, όλοι οι άνθρωποι που ζουν σε ένα συγκεκριμένο μέρος ή ανήκουν σε μια συγκεκριμένη χώρα, εθνική ομάδα κτλ.
    the peoples of Asia - οι λαοί της Ασίας
  4. (μόνο πληθυντικός, the people) ο λαός, οι απλοί πολίτες μιας χώρας και όχι αυτοί που κυβερνούν ή έχουν ειδική θέση στην κοινωνία
    We must not neglect the common people.
    Δεν πρέπει να παραμελήσουμε τον απλό λαό.
  5. (μόνο πληθυντικός, ανεπίσημο) ο κόσμος, καλεσμένοι ή φίλοι
    We will be having people over tonight.
    Θα έχουμε κόσμο απόψε.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

people (en)

  • people - Oxford Learner's Dictionaries
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 69, 468-469, 493. ISBN 9780194325684.Oxford University Press]]&rft.isbn=9780194325684&rfr_id=info:sid/el.wiktionary.org:people"> , λήμμα: άνθρωπος, κόσμος, λαός