papaia

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

papaia (it)

  1. (δέντρο) η παπάγια
  2. (φρούτο) η παπάγια, ο καρπός που τρώγεται και ωμός αλλά και μαγειρεύεται