pamphlet
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
pamphlet | pamphlets |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- pamphlet < λατινική pamfletus < Pamphiletus < υποκοριστικό του Pamphilus, τίτλος ποιήματος του 12ου μ.Χ αι.
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pamphlet (en)
- το φυλλάδιο
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pamphlet (fr) αρσενικό