palpebra
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
palpebra | palpebre |
palpebra (it) θηλυκό
- το βλέφαρο
ενικός | πληθυντικός |
palpebra | palpebre |
palpebra (it) θηλυκό