painter

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
painter < paint -er

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

painter (en)

  1. (επάγγελμα) ο βαφέας, ο μπογιατζής
    ⮡  The oil painter smeared the walls and left.
    Ο ελαιοχρωματιστής πασάλειψε τους τοίχους κι έφυγε.
  2. (επάγγελμα) ο ζωγράφος
    ⮡  My husband is a popular painter.
    Ο σύζυγός μου είναι δημοφιλής ζωγράφος.