pack

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pack packs

pack (en)

  1. το κοπάδι, η αγέλη, μια ομάδα ζώων που κυνηγούν μαζί ή κρατούνται για κυνήγι
    a pack of hunting dogs - κοπάδι κυνηγετικά σκυλιά
    a pack of wolves - αγέλη λύκων
  2. ο σωρός, το τσούρμο, μια ομάδα παρόμοιων ανθρώπων ή πραγμάτων, ειδικά μια ομάδα που δεν μου αρέσει ή δεν εγκρίνω
    a pack of lies - ένα σωρό ψέματα
    a pack of thieves/liars - ένα τσούρμο κλέφτες/ψεύτες
  3. (χαρτοπαίγνιο) η τράπουλα, ένα σύνολο από 52 καρτών
    a pack of cards (52 cards) - τράπουλα (52 χαρτιά)
     συνώνυμα: deck
ενεστώτας pack
γ΄ ενικό ενεστώτα packs
αόριστος packed
παθητική μετοχή packed
ενεργητική μετοχή packing

pack (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) φτιάχνω, πακετάρω, βάζω ρούχα κτλ. σε μια τσάντα για να προετοιμαστώ για ένα ταξίδι μακριά από το σπίτι
    I need to start packing my bags immediately.
    Πρέπει ν' αρχίσω να φτιάχνω τις βαλίτσες μου αμέσως.
    Have you packed your things?
    Έφτιαξες τα πράγματα σου;
    Pack only the essentials for the trip.
    Πακετάρισε μόνο τα απαραίτητα για το ταξίδι.
  2. (μεταβατικό) συσκευάζω, αμπαλάρω, πακετάρω, βάζω κάτι σε ένα δοχείο για να μπορεί να αποθηκευτεί, να μεταφερθεί ή να πουληθεί
    These books are packed easily.
    Αυτά τα βιβλία συσκευάζονται εύκολα.
    We have already packed stuff for the move.
    Έχουμε ήδη αμπαλάρει τα πράγματα για τη μετακόμιση.
    I have to start packing for the move.
    Πρέπει ν' αρχίσω να πακετάρω για τη μετακόμιση.
  3. (μεταβατικό) αμπαλάρω, προστατεύω κάτι που σπάει εύκολα με μαλακό υλικό
    Glassware must be packed well.
    Τα γυαλικά πρέπει να αμπαλαριστούν καλά.
  4. (μεταβατικό και αμετάβατο) στριμώχνω, γεμίζω κάτι με πολλά άτομα ή πράγματα
    We are packed like sardines.
    Είμαστε στριμωγμένοι σα σαρδέλες.
    They all tried to pack into the front seats.
    Προσπάθησαν όλοι να στριμωχτούν στα μπροστινά καθίσματα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη squeeze