pace
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
pace | paces |
pace (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | pace |
γ΄ ενικό ενεστώτα | paces |
αόριστος | paced |
παθητική μετοχή | paced |
ενεργητική μετοχή | pacing |
pace (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) βηματίζω πέρα δώθε
- ↪ He paced nervously up and down his room.
- Βημάτιζε νευρικά πάνω κάτω στο δωμάτιό του.
- ↪ He paced nervously up and down his room.
- καθορίζω την ταχύτητα σε ένα αγώνα δρόμου
Παράγωγα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]pace (eo)
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pace (it) θηλυκό
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pace (ro) θηλυκό
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'love' (αγγλικά)
- Γλώσσα εσπεράντο
- Επιρρήματα (εσπεράντο)
- Αντίστροφο λεξικό (εσπεράντο)
- Ιταλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ιταλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ιταλικά)
- Ρουμανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ρουμανικά)