pâtisserie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pâtisserie pâtisseries

pâtisserie (fr) θηλυκό

  1. το ζαχαροπλαστείο
  2. το γλύκισμα, η πάστα
  3. η ζαχαροπλαστική