outstanding

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός outstanding
συγκριτικός more outstanding
υπερθετικός most outstanding

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
outstanding < out- standing

Επίθετο

[επεξεργασία]

outstanding (en)

  1. εντυπωσιακός, εξαιρετικός, ξεχωριστός, πολύ καλό
    ⮡  outstanding achievements - εντυπωσιακά επιτεύγματα
    ⮡  a man of outstanding talent/bravery - άνθρωπος εξαιρετικής ικανότητας/γενναιότητας
    ⮡  an outstanding scientist - ξεχωριστός επιστήμονας
     συνώνυμα: → δείτε τις λέξεις excellent και notable
  2. εκκρεμής, ανεξόφλητος, για πληρωμή, δουλειά, προβλήματα κτλ. που δεν έχει ακόμη πληρωθεί, γίνει, λυθεί κτλ.
    ⮡  outstanding work/debts - εκκρεμείς δουλειές/οφειλές
    ⮡  an outstanding loan - ανεξόφλητο δάνειο
  3. περίβλεπτος, πολύ προφανές ή σημαντικό
    ⮡  an outstanding landmark - περίβλεπτο ορόσημο
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη notable