outdoor

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
outdoor < out- door

Επίθετο

[επεξεργασία]

outdoor (en) (χωρίς παραθετικά)