origine

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
origine origines

origine (fr) αρσενικό

  1. η αρχή
  2. η καταγωγή, η προέλευση
  3. η αφετηρία
  4. η απαρχή



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
origine < origin- -e

Επίρρημα

[επεξεργασία]

origine (eo)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
origine origini

origine (it) αρσενικό

  1. η καταγωγή