oraison

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
oraison oraisons

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
oraison < λατινική oratio

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɔ.ʁɛ.zɔ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

oraison (fr) θηλυκό