optimiste

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
optimiste optimistes

Επίθετο

[επεξεργασία]

optimiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (φιλοσοφία) οπτιμιστής
  2. αισιόδοξος

Συγγενικά

[επεξεργασία]