opposite

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

opposite (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) αντικρινός, αντικριστός, στην άλλη πλευρά μιας συγκεκριμένης περιοχής από κάποιον ή κάτι και συνήθως απέναντί ​​τους
    ⮡  the opposite side of the street - η αντικρινή πλευρά του δρόμου
    ⮡  the opposite side of a piece of cloth - η αντίστροφη πλευρά ενός υφάσματος
  2. (μετά το ουσιαστικό) απέναντι, που αντικρίζει τον ομιλητή ή κάποιον ή κάτι που έχει αναφερθεί
    ⮡  Do you see that tall house? We live in the house opposite.
    Βλέπεις εκείνο το ψηλό σπίτι; Μένουμε ακριβώς απέναντι.
  3. (συνήθως πριν από το ουσιαστικό) αντίθετος, αντίστροφος, που είναι όσο το δυνατόν πιο διαφορετικό από κάτι
    ⮡  the opposite direction - η αντίθετη/αντίστροφη κατεύθυνση
    ⮡  We have opposite opinions.
    Έχουμε αντίθετες γνώμες.
    ⮡  The medicine had the opposite effect.
    Το φάρμακο είχε το αντίστροφο αποτέλεσμα.
     συνώνυμα:  adverse, antithetical, contrary, converse, inverse, opposing, opposed και reverse

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Επίρρημα

[επεξεργασία]

opposite (en) (χωρίς παραθετικά)

  • αντικρινός, στην άλλη πλευρά μιας συγκεκριμένης περιοχής από κάποιον ή κάτι και συνήθως απέναντί ​​τους
    ⮡  the people living opposite (=on the other side of the street) - οι αντικρινοί μας (=στην άλλη πλευρά του δρόμου)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
opposite opposites

opposite (en)

  • το αντίθετο, το αντίστροφο, ένα πρόσωπο ή πράγμα που είναι όσο το δυνατόν διαφορετικό από κάποιον ή κάτι άλλο
    ⮡  just the opposite - ακριβώς το αντίθετο
    ⮡  He is the exact opposite of his brother.
    Είναι το ακριβώς αντίθετο του αδελφού του.
    ⮡  Black and white are opposites.
    Το μαύρο και το άσπρο είναι αντίθετα.
    ⮡  He did the opposite of what they expected.
    Έκανε το αντίστροφο απ' ό,τι περίμεναν.
     συνώνυμα:  antithesis, contrary, converse, inverse και reverse

Πρόθεση

[επεξεργασία]

opposite (en)

  • αντίκρυ, αντικρινός, απέναντι, στην άλλη πλευρά μιας συγκεκριμένης περιοχής από κάποιον ή κάτι, και συνήθως απέναντί ​​τους
    ⮡  Who is the man opposite us?
    Ποιος είναι ο άνθρωπος αντίκρυ μας;
    ⮡  the man opposite me in the train - ο αντικρινός μου στο τρένο
    ⮡  when I found myself opposite him… - όταν βρέθηκα απέναντί του…
     συνώνυμα: → δείτε την έκφραση across from